- κηδευτής
- κηδευτής, ὁ (Α) [κηδεύω]αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηδευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεύτρια — κηδεύτρια, ἡ (Μ) [κηδεύω] (θηλ. τού κηδευτής) αυτή που φροντίζει για την κηδεία … Dictionary of Greek
κτεριστής — κτεριστής, ὁ (Α) [κτερίζω] αυτός που φρόντιζε τα σχετικά με την ταφή νεκρού, ενταφιαστής, κηδευτής … Dictionary of Greek